- βροντολαλώ
- 1. παράγω βροντώδη ήχο, αντηχώ2. τραγουδώ με δυνατή φωνή.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
βροντολαλώ — ησα, μιλώ με βροντερή φωνή, παράγω βροντερό ήχο, διαλαλώ: Με πολύ θάρρος βροντολάλησε το δίκιο του στο δικαστήριο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βροντολάλημα — το βροντερή φωνή. [ΕΤΥΜΟΛ. < βροντολαλώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1816 στην εφημερίδα Άστυ] … Dictionary of Greek
λαλώ — έω και άω (AM λαλῶ, έω) 1. λέγω (α. «εἶπα καὶ ἐλάλησα ἁμαρτίαν οὐκ ἔχω» β. «αὐτοῡ ἀκούσεσθε κατὰ πάντα ὅσα ἄν λαλήσῃ πρὸς ὑμᾱς», ΚΔ) 2. έχω έναρθρο λόγο, ομιλώ, εκφράζομαι προφορικά («λαλεῑ οὐθὲν τῶν ἄλλων ζῴων πλὴν ἀνθρώπου», Αριστοτ.) 3. (για… … Dictionary of Greek